Σε συνέχεια της εκφρασθείσας πρόθεσης συνολικής αναθεώρησης του πλαισίου αντιμετώπισης της προσφυγικής κρίσης ενόψει της Γερμανικής Προεδρίας το β΄ εξάμηνο του ερχόμενου έτους, τη Δευτέρα (02/12/2019) παρουσιάστηκε στο Συμβούλιο Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων στις Βρυξέλλες η Ελληνική πρωτοβουλία για την ενίσχυση των ευρωπαϊκών επιστροφών μεταναστών στις χώρες προέλευσης ή τρίτες χώρες.
Όλως ακροθιγώς, διευκρινίζεται ότι σύμφωνα με το ισχύον status quo, ήτοι το άρθρο 6 παρ. 1 της Οδηγίας Επιστροφής 2008/115/ΕΚ, για τους διαμένοντες παρανόμως υπηκόους τρίτων χωρών (δηλ. τους πολίτες που δεν έχουν την ιθαγένεια κάποιου Κράτους μέλους της Ε.Ε. και δεν πληρούν τις προϋποθέσεις αναγνώρισης της ιδιότητας του πρόσφυγα) εκδίδεται απόφαση επιστροφής είτε στη χώρα καταγωγής τους (η οποία ωστόσο για αντικειμενικούς λόγους – πόλεμος, Κυβερνητική αναρχία, κτλ – είναι σχεδόν αδύνατο να πραγματοποιηθεί) είτε στη χώρα διέλευσής τους στην Ε.Ε. που αποτελεί το Κράτος μέλος από την Επικράτεια του οποίου εισήλθαν στον Ευρωπαϊκό χώρο.
Δυνάμει λοιπόν του ως άνω κανονιστικού πλαισίου, το οποίο υιοθετήθηκε λίγα χρόνια πριν το ξέσπασμα της επονομαζόμενης «Αραβικής Άνοιξης» που αποτελεί και τη βασική γενεσιουργό αιτία της δραματικής αύξησης των μεταναστευτικών ροών, οι παρανόμως αφιχθέντες στα Κράτη μέλη του Βορρά (π.χ. Βέλγιο, Ολλανδία, Αυστρία, κ.α.) επιστρέφουν με συχνά συνοπτικές διαδικασίες στα Κράτη μέλη του Νότου (Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Κύπρος, Μάλτα) που συνήθως αποτελούν – λόγω και της γεωγραφικής τους θέσης – τις χώρες εισόδου τους στην Ε.Ε. Τα Κράτη του Νότου, ανήμπορα να υποδεχθούν το δραματικό μέγεθος των μεταναστευτικών ροών μετατρέπονται σταδιακά σε «αποθήκες ψυχών», ενώ παράλληλα έρχονται αντιμέτωπα με αντιδράσεις των τοπικών Κοινωνιών.
Μάλιστα, πρόσφατη έρευνα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) αποδεικνύει ότι η Ελλάς ανήκει πλέον στις χώρες με το μεγαλύτερο αριθμό νέων αιτήσεων για την παροχή ασύλου μετά τις Η.Π.Α., το Περού, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Τουρκία και τη Βραζιλία. Πιο συγκεκριμένα, το 2015 είχαν αιτηθεί άσυλο στην Ελλάδα μόλις 11.400 άτομα, ενώ το 2017 ο αριθμός τους αυξήθηκε στις 57.000 και το 2018 στις 65.000. Η έκθεση καταλήγει ότι «από την εξέλιξη αυτή προκύπτει ότι η Ελλάδα δεν είναι πλέον χώρα διέλευσης προσφύγων προς την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά χώρα προορισμού». Καθίσταται λοιπόν απολύτως σαφές ότι όχι μόνον η Ελλάδα αλλά και οι υπόλοιπες χώρες του Νότου, επιβάλλεται να επιδιώξουν τη μεταρρύθμιση του υφιστάμενου κανονιστικού πλαισίου αντιμετώπισης συνολικά των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών – που ανάγεται πλέον σε υπαρξιακό ζήτημα – με δεδομένο ότι εντός των προσεχών ετών αναμένεται να έρθουν αντιμέτωπα με σοβαρότατα ζητήματα εθνοτικής αλλοίωσης και κοινωνικής ενσωμάτωσης.
Υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν, η Ελληνική πρόταση προβλέπει την καθιέρωση της επονομαζόμενης ως αμοιβαίας αναγνώρισης αποφάσεων επιστροφών η οποία θα δίνει εφεξής τη δυνατότητα οι αποφάσεις να εφαρμόζονται άμεσα από οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα, ανεξάρτητα από το Κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκε η απόφαση (έναντι του υφιστάμενου συστήματος που προβλέπει επιστροφή στη χώρα εισόδου και μετά στην χώρα προέλευσης). Με την ταχεία ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για την αναθεώρηση της προμνησθείσας Οδηγίας Επιστροφής επιδιώκεται να διευκολυνθεί η επιτάχυνση των εσωτερικών διαδικασιών των Κρατών μελών για τη διαχείριση υποθέσεων επιστροφών.
Επί του πρακτέου, η Ελληνική πλευρά – προφανώς με τη συνδρομή των υπολοίπων Κρατών μελών που συνθέτουν το γκρουπ των χωρών εισόδου – επιδιώκει την «αποφόρτιση» των διοικητικών της υπηρεσιών και δομών από την υποδοχή και παραμονή στο έδαφός της όσων επιστρέφουν από τις χώρες του Βορρά οι οποίες καλούνται να επιμεριστούν και οι ίδιες κάποιες εκ των ευθυνών τους που απορρέουν από τη συμμετοχή τους στην Ε.Ε. και την υποχρέωσης ένδειξης έμπρακτης αλληλεγγύης. Εξάλλου, η εξασφάλιση των κατάλληλων συνθηκών για την υποδοχή προσφύγων και μεταναστών αποτελεί υποχρέωση που απορρέει ευθέως από τις διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α. νομικά δεσμευτικές για το σύνολο των Κρατών μελών της Ε.Ε.
Η Ε.Ε. δεν φημίζεται δυστυχώς για την ικανότητά της να ανταπεξέρχεται και να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις και τις προκλήσεις των καιρών, εξ ου και το εύστοχο προσωνύμιο «γραφειοκρατία των Βρυξελλών». Αυτό αποδεικνύεται τόσο από την αμηχανία των εκπροσώπων της έναντι μείζονων γεγονότων δυνάμενων να προκαλέσουν τετελεσμένα εντός της Επικράτειάς της (βλ. Τουρκικές προκλήσεις σχετικά με τις έρευνες υδρογονανθράκων, ανακήρυξη ΑΟΖ με Λιβύη), όσο φυσικά και από την αστάθεια δικαίου που επικρατεί στις διαδικασίες του Brexit 3,5 χρόνια τώρα. Είναι αμφίβολο εάν οι Ευρωπαίοι εταίροι τείνουν τελικώς ευήκοα ώτα στους θεσμικούς διαδρόμους των Βρυξελλών έναντι της ανωτέρω πρότασης των Αθηνών. Το σίγουρο πάντως είναι ότι η ολιστική αντιμετώπιση του προσφυγικού / μεταναστευτικού ζητήματος απαιτεί, πλην της επικαιροποίησης του πλαισίου κανόνων με σκοπό την επιτάχυνση των διαδικασιών απονομής ασύλου ή επιστροφής και παράλληλη αύξηση των αρμοδιοτήτων Ενωσιακών Οργάνων περιφρούρησης των συνόρων (Frontex), επιμερισμό των ευθυνών μεταξύ των Κρατών μελών και ένδειξη έμπρακτης αλληλεγγύης έναντι τόσο των εκατομμυρίων ανθρώπων που υποφέρουν όσο φυσικά και της προάσπισης του Ευρωπαϊκού τρόπου ζωής όπως ορίζεται στο άρθρο 2 της Σ.Ε.Ε.